- ἐξώπροικα
- ἐξώπροικαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξώπροικα — τα βλ. εξώπροικος … Dictionary of Greek
ἐξωπροίκων — ἐξώπροικα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
εξωπροίκια — τα τα εξώπροικα … Dictionary of Greek
εξώπροικος — η, ο (Μ ἐξώπροικος, ον) (για περιουσιακά στοιχεία) 1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα 2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα) περιουσιακά στοιχεία τής συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα … Dictionary of Greek
παράφερνα — τα / παράφερνον, τὸ, ΝΑ τα εξώπροικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φερνή «προίκα»] … Dictionary of Greek
τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… … Dictionary of Greek
εξωπροίκια — τα τα εξώπροικα (βλ. εξώπροικος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώπροικος — η, ο 1. που είναι έξω από την προίκα, που δεν περιλαβαίνεται στην προίκα: Εξώπροικη περιουσία. 2.το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξώπροικα ατομική περιουσία της γυναίκας, που δεν έχει δοθεί ως προίκα στο σύζυγο, τα εξωπροίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)